κέγχρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέγχρωμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει το [[μέγεθος]] του κόκκου του κεχριού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεχρώματα</i><br />οπές στην [[περιφέρεια]] της ασπίδας απ' όπου ο [[μαχητής]] έβλεπε τον εχθρό [[χωρίς]] να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωμα</i> ([[πρβλ]]. <i>πέπλ</i>-<i>ωμα</i>, <i>πλεύρ</i>-<i>ωμα</i>)].
|mltxt=[[κέγχρωμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει το [[μέγεθος]] του κόκκου του κεχριού<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεχρώματα</i><br />οπές στην [[περιφέρεια]] της ασπίδας απ' όπου ο [[μαχητής]] έβλεπε τον εχθρό [[χωρίς]] να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωμα</i> ([[πρβλ]]. [[πέπλωμα]], [[πλεύρωμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

κέγχρωμα, τὸ (Α)
1. καθετί που έχει το μέγεθος του κόκκου του κεχριού
2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα
οπές στην περιφέρεια της ασπίδας απ' όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ωμα (πρβλ. πέπλωμα, πλεύρωμα)].