κερμοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερμοδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, [[κερματιστής]], [[αργυραμοιβός]], [[σαράφης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρμα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]). Από το θ. της ονομαστικής, [[αντί]] <i>κερματο</i>-[[δότης]] ([[πρβλ]]. <i>ζωο</i>-[[δότης]], <i>χρηματο</i>-[[δότης]])].
|mltxt=[[κερμοδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, [[κερματιστής]], [[αργυραμοιβός]], [[σαράφης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρμα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]). Από το θ. της ονομαστικής, [[αντί]] <i>κερματο</i>-[[δότης]] ([[πρβλ]]. [[ζωοδότης]], [[χρηματοδότης]])].
}}
}}

Revision as of 07:40, 24 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κερμοδότης: -ου, ὁ, = κερματιστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 14.

Greek Monolingual

κερμοδότης, ὁ (Α)
αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής, αργυραμοιβός, σαράφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + -δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. της ονομαστικής, αντί κερματο-δότης (πρβλ. ζωοδότης, χρηματοδότης)].