κερμοδότης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κερμοδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, [[κερματιστής]], [[αργυραμοιβός]], [[σαράφης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρμα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]). Από το θ. της ονομαστικής, [[αντί]] <i>κερματο</i>-[[δότης]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κερμοδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, [[κερματιστής]], [[αργυραμοιβός]], [[σαράφης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρμα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]). Από το θ. της ονομαστικής, [[αντί]] <i>κερματο</i>-[[δότης]] ([[πρβλ]]. [[ζωοδότης]], [[χρηματοδότης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 24 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
κερμοδότης: -ου, ὁ, = κερματιστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 14.
Greek Monolingual
κερμοδότης, ὁ (Α)
αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής, αργυραμοιβός, σαράφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + -δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. της ονομαστικής, αντί κερματο-δότης (πρβλ. ζωοδότης, χρηματοδότης)].