Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρηματοδότης

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τα αναγκαία για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + δότης (πρβλ. αιμοδότης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].