κοιτωνοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοιτωνοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[φύλακας]] του κοιτώνα, [[θαλαμηπόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιτών]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοιτωνοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[φύλακας]] του κοιτώνα, [[θαλαμηπόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιτών]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. [[αρχειοφύλαξ]], [[θαλαμοφύλαξ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:45, 24 August 2021
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A guardian of the bed-chamber, Apion ap. Hsch. s.v. θαλαμηπόλος.
German (Pape)
[Seite 1471] ακος, ὁ, Wächter des Schlafzimmers, Hesych. v. θαλαμηπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτωνοφύλαξ: -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. θαλαμηπόλος.
Greek Monolingual
κοιτωνοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
φύλακας του κοιτώνα, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + φύλαξ (πρβλ. αρχειοφύλαξ, θαλαμοφύλαξ)].