κοιτωνοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιτωνοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[φύλακας]] του κοιτώνα, [[θαλαμηπόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιτών]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. <i>αρχειο</i>-[[φύλαξ]], <i>θαλαμο</i>-[[φύλαξ]])].
|mltxt=[[κοιτωνοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[φύλακας]] του κοιτώνα, [[θαλαμηπόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιτών]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. [[αρχειοφύλαξ]], [[θαλαμοφύλαξ]])].
}}
}}

Revision as of 07:45, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτωνοφύλαξ Medium diacritics: κοιτωνοφύλαξ Low diacritics: κοιτωνοφύλαξ Capitals: ΚΟΙΤΩΝΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: koitōnophýlax Transliteration B: koitōnophylax Transliteration C: koitonofylaks Beta Code: koitwnofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, A guardian of the bed-chamber, Apion ap. Hsch. s.v. θαλαμηπόλος.

German (Pape)

[Seite 1471] ακος, ὁ, Wächter des Schlafzimmers, Hesych. v. θαλαμηπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

κοιτωνοφύλαξ: -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. θαλαμηπόλος.

Greek Monolingual

κοιτωνοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
φύλακας του κοιτώνα, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + φύλαξ (πρβλ. αρχειοφύλαξ, θαλαμοφύλαξ)].