κρατυντήριος: Difference between revisions
Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρατυντήριος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να ισχυροποιεί, [[δυναμωτικός]] («[[κρατυντήριος]] [[κλισμός]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Κρατυντήρια</i><br />[[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου, στο οποίο ο [[φιλόσοφος]] ανέλυε τη [[διδασκαλία]] του<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ κατισχύων», ο [[νικητής]]. ( [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b>: <span style="color: red;"><</span> [[κρατύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κρατυντήριος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να ισχυροποιεί, [[δυναμωτικός]] («[[κρατυντήριος]] [[κλισμός]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Κρατυντήρια</i><br />[[τίτλος]] έργου του Δημοκρίτου, στο οποίο ο [[φιλόσοφος]] ανέλυε τη [[διδασκαλία]] του<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ κατισχύων», ο [[νικητής]]. ( [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b>: <span style="color: red;"><</span> [[κρατύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[αμυντήριος]], [[πλυντήριος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:37, 23 August 2021
English (LSJ)
α, ον, A strengthening, making firm, Hp.Mul.1.78; κρατυντήρια, τά, title of work of Democritus in support of his doctrines, S.E.M.7.136, D.L.9.47, Suid.; κρατυντήρια· κατισχύοντα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτυντήριος: -α, -ον, ἐνισχύων, κρατύνων, Ἱππ. 628. 17· κρατυντήρια, τά, ἔργον τοῦ Δημοκρίτου, δι’ οὗ ὑπεστήριζε τὰ δόγματα αὐτοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 136, Διογ. Λ. 9. 47, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κρατυντήριος, -ία, -ον (Α)
1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικός («κρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια
τίτλος έργου του Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατισχύων», ο νικητής. ( [ΕΤΥΜΟΛ.: < κρατύνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. αμυντήριος, πλυντήριος)].