λαιμόρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαιμόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρέει από τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λαιμόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρέει από τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), [[πρβλ]]. [[αιμόρρυτος]], [[μελίρρυτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λαιμόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει από το λαιμό, σε Ευρ. | |lsmtext='''λαιμόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει από το λαιμό, σε Ευρ. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (ῥέω) A gushing from the throat, σφαγά E.Hel.355 (lyr.).
Greek Monolingual
λαιμόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που ρέει από τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. αιμόρρυτος, μελίρρυτος].
Greek Monotonic
λαιμόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει από το λαιμό, σε Ευρ.