λαιμόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[ναυτικός]] [[κόμβος]] που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την [[άρση]] ή [[μετακίνηση]] βαριών αντικειμένων, αλλ. [[λαιμοδέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] ([[πρβλ]]. <i>αλυσό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>χειρό</i>-<i>δεσμος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[ναυτικός]] [[κόμβος]] που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την [[άρση]] ή [[μετακίνηση]] βαριών αντικειμένων, αλλ. [[λαιμοδέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] ([[πρβλ]]. [[αλυσόδεσμος]], [[χειρόδεσμος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ναυτ. ναυτικός κόμβος που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την άρση ή μετακίνηση βαριών αντικειμένων, αλλ. λαιμοδέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δεσμός (πρβλ. αλυσόδεσμος, χειρόδεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].