λυκάων: Difference between revisions
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[λυκάων]], -ονος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> αγριόσκυλος του είδους Lycaon pictus, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας canidae<br />(αρχ. [[λυκάνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>άων</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο (Α [[λυκάων]], -ονος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> αγριόσκυλος του είδους Lycaon pictus, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας canidae<br />(αρχ. [[λυκάνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>άων</i> ([[πρβλ]]. [[διδυμάων]], [[οπάων]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ονος, ὁ, A = λυκάνθρωπος, Paul.Aeg.3.16.
Greek (Liddell-Scott)
λυκάων: -ονος, ἡ, = λυκάνθρωπος, Παῦλ. Αἰγ. 3. 16.
Greek Monolingual
ο (Α λυκάων, -ονος)
νεοελλ.
ζωολ. αγριόσκυλος του είδους Lycaon pictus, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας canidae
(αρχ. λυκάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθ. -άων (πρβλ. διδυμάων, οπάων].