ματαιοπώγων: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mataiopogon | |Transliteration C=mataiopogon | ||
|Beta Code=mataiopw/gwn | |Beta Code=mataiopw/gwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, | |Definition=ωνος, ὁ, [[having a beard in vain]], Sch.<span class="bibl">Theoc.14.28</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 03:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, having a beard in vain, Sch.Theoc.14.28.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιοπώγων: ὁ, ὁ μάτην ἔχων πώγωνα, Σχόλ. εἰς Θεόκριτ. 14. 28.
Greek Monolingual
ματαιοπώγων, -ονος, ὁ (Α)
αυτός για τον οποίο δεν ενδιαφέρομαι αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. ασπρο-πώγων)].