μεθυπίδαξ: Difference between revisions

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναβλύζει [[κρασί]] («μεθυπῑδαξ [[βότρυς]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέθυ]] «[[κρασί]]» <span style="color: red;">+</span> [[πῖδαξ]] «[[πηγή]]» ([[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>πίδαξ</i>)].
|mltxt=μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναβλύζει [[κρασί]] («μεθυπῑδαξ [[βότρυς]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέθυ]] «[[κρασί]]» <span style="color: red;">+</span> [[πῖδαξ]] «[[πηγή]]» ([[πρβλ]]. [[πολυπίδαξ]])].
}}
}}

Revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῑδαξ βότρυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυπίδαξ)].