μισθοπάροχος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισθοπάροχος]], -ον (Μ)<br />αυτός που παρέχει [[μισθό]], ο [[μισθοδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), [[πρβλ]]. <i>ελαιο</i>-[[πάροχος]], <i>ιμαντο</i>-[[πάροχος]].
|mltxt=[[μισθοπάροχος]], -ον (Μ)<br />αυτός που παρέχει [[μισθό]], ο [[μισθοδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), [[πρβλ]]. [[ελαιοπάροχος]], [[ιμαντοπάροχος]].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 24 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μισθοπάροχος: -ον, ὁ παρέχων μισθόν, Ἀντίοχ. μοναχ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 89, σ. 1768.

Greek Monolingual

μισθοπάροχος, -ον (Μ)
αυτός που παρέχει μισθό, ο μισθοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιοπάροχος, ιμαντοπάροχος.