Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωμιαίος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / ὠμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, [[ωμικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ωμιαία [[ζώνη]]»<br /><b>ανατ.</b> η ωμική [[ζώνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὠμιαία]]<br /><b>πιθ.</b> ο [[δελτοειδής]] μυς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὠμιαία]] [[φλέψ]]» — η κεφαλική [[φλέβα]] του βραχίονα (Λεωνίδ. Ιατρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>νωτ</i>-<i>ιαῖος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / ὠμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, [[ωμικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ωμιαία [[ζώνη]]»<br /><b>ανατ.</b> η ωμική [[ζώνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὠμιαία]]<br /><b>πιθ.</b> ο [[δελτοειδής]] μυς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὠμιαία]] [[φλέψ]]» — η κεφαλική [[φλέβα]] του βραχίονα (Λεωνίδ. Ιατρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[νωτιαῖος]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:49, 13 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο / ὠμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, ωμικός
νεοελλ.
φρ. «ωμιαία ζώνη»
ανατ. η ωμική ζώνη
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.ὠμιαία
πιθ. ο δελτοειδής μυς
2. φρ. «ὠμιαία φλέψ» — η κεφαλική φλέβα του βραχίονα (Λεωνίδ. Ιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτιαῖος)].