ωμόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[Σφίγγα]], [[επειδή]] έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) [[ωμοφάγος]] («Σφίγγ' ὠμόσιτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που τρώγεται [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]) [[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>σιτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[Σφίγγα]], [[επειδή]] έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) [[ωμοφάγος]] («Σφίγγ' ὠμόσιτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που τρώγεται [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]) [[πρβλ]]. [[φιλόσιτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:57, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ' ὠμόσιτον», Αισχύλ.)
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλόσιτος].