ἰαμβόκροτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰαμβόκροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί σαν [[ίαμβος]] («ἰαμβόκροτοι λόγοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρότος]]), [[πρβλ]]. <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>, <i>κωδωνό</i>-<i>κροτος</i>].
|mltxt=[[ἰαμβόκροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί σαν [[ίαμβος]] («ἰαμβόκροτοι λόγοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρότος]]), [[πρβλ]]. [[ιππόκροτος]], [[κωδωνόκροτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:15, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1233] wie Jamben tönend, λόγοι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβόκροτος: -ον, ὁ ἐν ἰαμβικῷ ῥυθμῷ κροτῶν, ἰαμβόκροτοι λόγοι Ρήτορες (Walz) 1. 443· ἦχος τοῦ λόγου αὐτόθι 5. 450.

Greek Monolingual

ἰαμβόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί σαν ίαμβος («ἰαμβόκροτοι λόγοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -κροτος (< κρότος), πρβλ. ιππόκροτος, κωδωνόκροτος].