ἱματιοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἱματιοπώλης]] και θηλ. ίματιοπῶλις, -ιδος)<br />[[πωλητής]] ιματίων, [[πωλητής]] ενδυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιμάτιον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), [[πρβλ]]. <i>λαχανο</i>-[[πώλης]], <i>μυρο</i>-[[πώλης]].
|mltxt=ο (Α [[ἱματιοπώλης]] και θηλ. ίματιοπῶλις, -ιδος)<br />[[πωλητής]] ιματίων, [[πωλητής]] ενδυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιμάτιον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), [[πρβλ]]. [[λαχανοπώλης]], [[μυροπώλης]].
}}
}}

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτιοπώλης Medium diacritics: ἱματιοπώλης Low diacritics: ιματιοπώλης Capitals: ΙΜΑΤΙΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: himatiopṓlēs Transliteration B: himatiopōlēs Transliteration C: imatiopolis Beta Code: i(matiopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A clothes-dealer, CritiasFr.64D., UPZ8.32 (ii B.C.), AJP 38.418 (Egypt), Ephes.3p.146 (εἱμ-), Ptol.Tetr.179:—also in form εἱματοπ., Gloss.:—fem. ἱμᾰτιό-πωλις, ιδος, IG2.3650, Ath.3.76a; ἡ ἱ. ἀγορά Poll.7.78:

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, Kleiderverkäufer, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτιοπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς ἐνδυμάτων, Κριτίας 54, Συλλ. Ἐπιγρ. 3433· θηλ. ἱματιόπωλις, ιδος, Ἀθήν. 76Δ· ἡ ἱματ. ἀγορὰ Πολυδ. Ζ΄, 78, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532, κἑξ.

Greek Monolingual

ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, -ιδος)
πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανοπώλης, μυροπώλης.