πούλιμος: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poylimos | |Transliteration C=poylimos | ||
|Beta Code=pou/limos | |Beta Code=pou/limos | ||
|Definition=ὁ, Aeol. (prob. Boeot.) for [[βούλιμος]], Plu.2.694a. (που-perhaps not cogn. with <b class="b3">βου-</b> but late Boeot. spelling of <b class="b3">πῠ-</b> (cf. pr. n. <span class="sense"><span class="bld">A</span> Πυλιμιάδας <span class="title">IG</span>7.602 (Tanagra)), cogn. with Skt. | |Definition=ὁ, Aeol. (prob. Boeot.) for [[βούλιμος]], Plu.2.694a. (που-perhaps not cogn. with <b class="b3">βου-</b> but late Boeot. spelling of <b class="b3">πῠ-</b> (cf. pr. n. <span class="sense"><span class="bld">A</span> Πυλιμιάδας <span class="title">IG</span>7.602 (Tanagra)), cogn. with Skt.[[ku-]](I.-E.<b class="b2">qu̯</b>ῠ 'what') in [[ku-purusas 'what]] a man!', i.e. 'a [[bad]] man', etc.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) η [[βουλιμία]], η [[αδηφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πούλιμος]], [[κατά]] μία [[άποψη]], αποτελεί αιολικό τ., πιθ. βοιωτικό, της λ. [[βούλιμος]], ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], περισσότερο πιθανή, το <i>που</i>- αποτελεί μτγν. [[προφορά]] του <i>πυ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Πυλιμιάδας</i>), το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ku</i>- (<b>πρβλ.</b> ΙΕ <i>q</i><sup>w</sup><i>u</i>- «τι»)]. | |mltxt=ὁ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) η [[βουλιμία]], η [[αδηφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πούλιμος]], [[κατά]] μία [[άποψη]], αποτελεί αιολικό τ., πιθ. βοιωτικό, της λ. [[βούλιμος]], ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], περισσότερο πιθανή, το <i>που</i>- αποτελεί μτγν. [[προφορά]] του <i>πυ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Πυλιμιάδας</i>), το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ku</i>- (<b>πρβλ.</b> ΙΕ <i>q</i><sup>w</sup><i>u</i>- «τι»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:29, 20 August 2022
English (LSJ)
ὁ, Aeol. (prob. Boeot.) for βούλιμος, Plu.2.694a. (που-perhaps not cogn. with βου- but late Boeot. spelling of πῠ- (cf. pr. n. A Πυλιμιάδας IG7.602 (Tanagra)), cogn. with Skt.ku-(I.-E.qu̯ῠ 'what') in ku-purusas 'what a man!', i.e. 'a bad man', etc.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(αιολ. τ.) η βουλιμία, η αδηφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πούλιμος, κατά μία άποψη, αποτελεί αιολικό τ., πιθ. βοιωτικό, της λ. βούλιμος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, το που- αποτελεί μτγν. προφορά του πυ- (πρβλ. Πυλιμιάδας), το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. ku- (πρβλ. ΙΕ qwu- «τι»)].