φίλων: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filon
|Transliteration C=filon
|Beta Code=fi/lwn
|Beta Code=fi/lwn
|Definition=ωνος, ὁ, perhaps <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[φέλων]], Alc.<span class="title">Fr.</span>48 Lobel ( = <span class="title">Supp.</span>23.4).</span>
|Definition=ωνος, ὁ, perhaps = [[φέλων]], Alc.<span class="title">Fr.</span>48 Lobel ( = <span class="title">Supp.</span>23.4).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>πιθ.</b> [[φέλων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. αποτελεί [[άλλο]] τ. [[αντί]] της λ. [[φέλων]], ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει σημ. «[[σύντροφος]]» και έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρίβ</i>-<i>ων</i>)].
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>πιθ.</b> [[φέλων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. αποτελεί [[άλλο]] τ. [[αντί]] της λ. [[φέλων]], ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει σημ. «[[σύντροφος]]» και έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρίβ</i>-<i>ων</i>)].
}}
}}

Revision as of 19:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλων Medium diacritics: φίλων Low diacritics: φίλων Capitals: ΦΙΛΩΝ
Transliteration A: phílōn Transliteration B: philōn Transliteration C: filon Beta Code: fi/lwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, perhaps = φέλων, Alc.Fr.48 Lobel ( = Supp.23.4).

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
πιθ. φέλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. αποτελεί άλλο τ. αντί της λ. φέλων, ενώ, κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει σημ. «σύντροφος» και έχει σχηματιστεί < φίλος + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. τρίβ-ων)].