παθικός: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰθικός''': -ή, -όν, ὁ παρέχων ἑαυτόν τινι πρὸς ἀσέλγειαν , [[κίναιδος]], τὸ Λατ. [[pathicus]], δηλ. ὁ πάσχων γυναικεῖα, Joven. 2, 99. Martial. | |lstext='''πᾰθικός''': -ή, -όν, ὁ παρέχων ἑαυτόν τινι πρὸς ἀσέλγειαν, [[κίναιδος]], τὸ Λατ. [[pathicus]], δηλ. ὁ πάσχων γυναικεῖα, Joven. 2, 99. Martial. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παθικός]], -ή, -όν (Α) [[πάθος]]<br />αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική [[συνεύρεση]], που προσφέρει τον εαυτό του σε [[ασέλγεια]], ο [[κίναιδος]]. | |mltxt=[[παθικός]], -ή, -όν (Α) [[πάθος]]<br />αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική [[συνεύρεση]], που προσφέρει τον εαυτό του σε [[ασέλγεια]], ο [[κίναιδος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 9 January 2022
English (LSJ)
ή, όν, remaining passive: hence Lat. pathicus, i.e. qui muliebria patitur, Juv.2.99, etc.
German (Pape)
[Seite 437] sich leidend verhaltend, der unnatürliche Unzucht mit sich treiben läßt, Martial.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰθικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων ἑαυτόν τινι πρὸς ἀσέλγειαν, κίναιδος, τὸ Λατ. pathicus, δηλ. ὁ πάσχων γυναικεῖα, Joven. 2, 99. Martial.
Greek Monolingual
παθικός, -ή, -όν (Α) πάθος
αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική συνεύρεση, που προσφέρει τον εαυτό του σε ασέλγεια, ο κίναιδος.