σειρηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ion. = [[σειραφόρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ion. = [[σειραφόρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.
}}
{{elru
|elrutext='''σειρηφόρος:''' ион. = [[σειραφόρος]] I и II.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σειρηφόρος:''' -ον, Ιων. αντί [[σειραφόρος]].
|lsmtext='''σειρηφόρος:''' -ον, Ιων. αντί [[σειραφόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σειρηφόρος:''' ион. = [[σειραφόρος]] I и II.
}}
{{elnl
|elnltext=σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.
}}
}}

Revision as of 11:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειρηφόρος Medium diacritics: σειρηφόρος Low diacritics: σειρηφόρος Capitals: ΣΕΙΡΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: seirēphóros Transliteration B: seirēphoros Transliteration C: seiriforos Beta Code: seirhfo/ros

English (LSJ)

ον, Ion. for σειραφόρος.

German (Pape)

[Seite 868] ion. = σειραφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.

Russian (Dvoretsky)

σειρηφόρος: ион. = σειραφόρος I и II.

Greek (Liddell-Scott)

σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σειραφόρος.

Greek Monotonic

σειρηφόρος: -ον, Ιων. αντί σειραφόρος.