παραχώνω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - "χεῑλ" to "χεῖλ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παραχώννυμι]] ΝΑ<br />[[επιχωματώνω]], [[καλύπτω]] [[κοίλο]] ή ανώμαλο [[τμήμα]] του εδάφους με [[χώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώνω]] [[κάτι]] πιο [[βαθιά]] από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[θάβω]] νεκρό, [[ενταφιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παραχώνομαι σε κάποιον» — [[ενοχλώ]] ή [[προκαλώ]] υπερβολικά κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλύπτω]] με [[χώμα]] τα [[πλάγια]], [[σχηματίζω]] με [[χώμα]] κεκλιμένο επίπεδο («[[χῶμα]] παρέχωσε παρ' ἑκάτερον τοῦ | |mltxt=[[παραχώννυμι]] ΝΑ<br />[[επιχωματώνω]], [[καλύπτω]] [[κοίλο]] ή ανώμαλο [[τμήμα]] του εδάφους με [[χώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώνω]] [[κάτι]] πιο [[βαθιά]] από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[θάβω]] νεκρό, [[ενταφιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παραχώνομαι σε κάποιον» — [[ενοχλώ]] ή [[προκαλώ]] υπερβολικά κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλύπτω]] με [[χώμα]] τα [[πλάγια]], [[σχηματίζω]] με [[χώμα]] κεκλιμένο επίπεδο («[[χῶμα]] παρέχωσε παρ' ἑκάτερον τοῦ ποταμοῦ χεῖλος», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:20, 13 June 2022
Greek Monolingual
παραχώννυμι ΝΑ
επιχωματώνω, καλύπτω κοίλο ή ανώμαλο τμήμα του εδάφους με χώμα
νεοελλ.
1. χώνω κάτι πιο βαθιά από όσο πρέπει
2. ειρων. θάβω νεκρό, ενταφιάζω
3. φρ. «παραχώνομαι σε κάποιον» — ενοχλώ ή προκαλώ υπερβολικά κάποιον
αρχ.
καλύπτω με χώμα τα πλάγια, σχηματίζω με χώμα κεκλιμένο επίπεδο («χῶμα παρέχωσε παρ' ἑκάτερον τοῦ ποταμοῦ χεῖλος», Ηρόδ.).