περιαιρώ: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] που περιβάλλει [[κάτι]] [[άλλο]], [[βγάζω]] το εξωτερικό [[περίβλημα]] («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τείχη) [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]] («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῖχος περιαιρέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναιρώ]] [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> [[διαγράφω]] κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[αφαιρώ]] («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῑδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («περιαιρεθείς... τὰ [[ὄντα]]», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=-έω, ΜΑ [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] που περιβάλλει [[κάτι]] [[άλλο]], [[βγάζω]] το εξωτερικό [[περίβλημα]] («δέρματα σωμάτων περιαιροῦσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τείχη) [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]] («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῖχος περιαιρέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναιρώ]] [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> [[διαγράφω]] κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[αφαιρώ]] («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῑδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («περιαιρεθείς... τὰ [[ὄντα]]», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Revision as of 20:25, 13 June 2022

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ αιρώ
1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῦσα», Πλάτ.)
2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)
αρχ.
1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω, καταστρέφω («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῖχος περιαιρέειν», Ηρόδ.)
2. αναιρώ υπόσχεση
3. διαγράφω κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό
4. μέσ. περιαιροῦμαι, -έομαι
α) (με ενεργ. σημ.) αφαιρώ («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», Δημοσθ.)
β) αφαιρώ κάτι δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῑδα», Ηρόδ.)
5. (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από κάτι («περιαιρεθείς... τὰ ὄντα», Δημοσθ.).