καυχός: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kafchos
|Transliteration C=kafchos
|Beta Code=kauxo/s
|Beta Code=kauxo/s
|Definition=καυχοῦς, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[χαλκός]], [[χαλκοῦς]]. κάφα· [[λουτήρ]] (Lacon.), Hsch. (Lacon.form of [[σκάφη]]). καφάζειν· [[γελᾶν]], Id. καφάν, Dor. for [[κηφήν]], Id. καφίδιος, v. κηφ-. κάφος, = [[κάπος]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span> 499.38</span>.</span>
|Definition=καυχοῦς, v. [[χαλκός]], [[χαλκοῦς]]. κάφα· [[λουτήρ]] (Lacon.), Hsch. (Lacon.form of [[σκάφη]]). καφάζειν· [[γελᾶν]], Id. καφάν, Dor. for [[κηφήν]], Id. καφίδιος, v. κηφ-. κάφος, = [[κάπος]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span> 499.38</span>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καυχός]] και καυχοῦς, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[χαλκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καυχός]] [[είναι]] [[κρητικός]] και προήλθε <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>καλχός</i> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] με [[μετάθεση]] της δασύτητας].
|mltxt=[[καυχός]] και καυχοῦς, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[χαλκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καυχός]] [[είναι]] [[κρητικός]] και προήλθε <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>καλχός</i> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] με [[μετάθεση]] της δασύτητας].
}}
}}

Revision as of 01:32, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυχός Medium diacritics: καυχός Low diacritics: καυχός Capitals: ΚΑΥΧΟΣ
Transliteration A: kauchós Transliteration B: kauchos Transliteration C: kafchos Beta Code: kauxo/s

English (LSJ)

καυχοῦς, v. χαλκός, χαλκοῦς. κάφα· λουτήρ (Lacon.), Hsch. (Lacon.form of σκάφη). καφάζειν· γελᾶν, Id. καφάν, Dor. for κηφήν, Id. καφίδιος, v. κηφ-. κάφος, = κάπος, EM 499.38.

Greek Monolingual

καυχός και καυχοῦς, ὁ (Α)
επιγρ. χαλκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καυχός είναι κρητικός και προήλθε < αμάρτυρο καλχός < χαλκός με μετάθεση της δασύτητας].