ἐμορφιά: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ευμορφιά]] και [[ὀμορφιά]], η (ΑΜ [[εὐμορφία]], Μ και [[ἐμορφιά]] καὶ [[ὀμορφιά]]) [[εύμορφος]]<br /><b>1.</b> η [[ωραιότητα]], το [[κάλλος]] (ιδιαίτερα της μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ | |mltxt=και [[ευμορφιά]] και [[ὀμορφιά]], η (ΑΜ [[εὐμορφία]], Μ και [[ἐμορφιά]] καὶ [[ὀμορφιά]]) [[εύμορφος]]<br /><b>1.</b> η [[ωραιότητα]], το [[κάλλος]] (ιδιαίτερα της μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῖσα», <b>Ευρ.</b><br />β. «στείλε μου [[πάλε]] να τά ιδώ μ' όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα», Βαλαωρ.)<br /><b>2.</b> και μτφ. για την [[αρετή]] («[[εὐμορφία]] τῆς ἀρετῆς», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[στολίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «αἱ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι» — οι τεχνοτροπίες, τα στολίδια του λόγου<br />β) «χολῆς λοβοῦ τε... [[εὐμορφία]]» — η απαιτούμενη για ευοίωνη [[θυσία]] [[συμμετρία]] στα [[σπλάγχνα]] του ζώου που πρόκειται να θυσιαστεί. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:19, 29 September 2022
Greek Monolingual
και ευμορφιά και ὀμορφιά, η (ΑΜ εὐμορφία, Μ και ἐμορφιά καὶ ὀμορφιά) εύμορφος
1. η ωραιότητα, το κάλλος (ιδιαίτερα της μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῖσα», Ευρ.
β. «στείλε μου πάλε να τά ιδώ μ' όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα», Βαλαωρ.)
2. και μτφ. για την αρετή («εὐμορφία τῆς ἀρετῆς», Μηναί.)
μσν.
μτφ. στολίδι
αρχ.
φρ. α) «αἱ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι» — οι τεχνοτροπίες, τα στολίδια του λόγου
β) «χολῆς λοβοῦ τε... εὐμορφία» — η απαιτούμενη για ευοίωνη θυσία συμμετρία στα σπλάγχνα του ζώου που πρόκειται να θυσιαστεί.