ψιμίθιον: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psimithion | |Transliteration C=psimithion | ||
|Beta Code=yimi/qion | |Beta Code=yimi/qion | ||
|Definition= | |Definition=v. [[ψιμύθιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 20:30, 23 August 2022
English (LSJ)
v. ψιμύθιον.
German (Pape)
[Seite 1400] τό, spätere Form statt ψιμύθιον; so auch ψιμιθιοφανής, ές, ψιμιθιόω, ψιμιθισμός, ὁ, ψίμιθος, ὁ, spätere Form statt ψίμυθος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ψιμίθιον: ψιμιθιόω, κτλ. μεταγενέστερα καὶ ἡμαρτημένα ἀντὶ ψιμύθιον, κτλ.
Greek Monolingual
το / ψιμύθιον, ΝΜΑ, και ψιμμύθιον και ψιμίθιον και ψιμμίθιον και ψίμιθον και ψημύθιον Α
σκόνη ανθρακικού μολύβδου με λευκό χρώμα, την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το πρόσωπο
νεοελλ.
1. καλλυντικό, φτειασίδι
2. το λευκό χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψίμυθος, με επίθημα -ιον].