σάλη: Difference between revisions
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sa/lh | |Beta Code=sa/lh | ||
|Definition=Dor. σάλα, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[φροντίς]] (cf. [[σάλος]] <span class="bibl">11.2</span>), Hsch., Phot., <span class="title">EM</span> 151.47: also σαλέη, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> both [[σαλέη]] and [[σάλη]] = [[βλάβη]], Id. σαλητόν, v. [[σάρητον]].</span> | |Definition=Dor. σάλα, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[φροντίς]] (cf. [[σάλος]] <span class="bibl">11.2</span>), Hsch., Phot., <span class="title">EM</span> 151.47: also σαλέη, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> both [[σαλέη]] and [[σάλη]] = [[βλάβη]], Id. σαλητόν, v. [[σάρητον]].</span> | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σάλη:''' дор. [[σάλα]] (σᾰ) ἡ волнение Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>, [[σαλέη]], και δωρ. τ. [[σάλα]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[φροντίς]]»<br /><b>2.</b> «[[βλάβη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' [[απόσπαση]]) από το σύνθ. <i>ἀ</i>-<i>σαλής</i> «αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]]» (<span style="color: red;"><</span> στερ. <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]])]. | |mltxt=και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>, [[σαλέη]], και δωρ. τ. [[σάλα]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[φροντίς]]»<br /><b>2.</b> «[[βλάβη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' [[απόσπαση]]) από το σύνθ. <i>ἀ</i>-<i>σαλής</i> «αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]]» (<span style="color: red;"><</span> στερ. <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 3 October 2022
English (LSJ)
Dor. σάλα, ἡ, A = φροντίς (cf. σάλος 11.2), Hsch., Phot., EM 151.47: also σαλέη, Hsch. II both σαλέη and σάλη = βλάβη, Id. σαλητόν, v. σάρητον.
Russian (Dvoretsky)
σάλη: дор. σάλα (σᾰ) ἡ волнение Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
σάλη: Δωρ. σάλα, ἡ, = σάλος ΙΙ. 2, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 362.
Greek Monolingual
και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλέη, και δωρ. τ. σάλα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «φροντίς»
2. «βλάβη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' απόσπαση) από το σύνθ. ἀ-σαλής «αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε» (< στερ. ἀ- + σάλος)].