ἐκθετικός: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)kqetiko/s | |Beta Code=e)kqetiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[expository]], [[λόγος]] ἐκθετικός τινος <span class="bibl">Aphth.<span class="title">Prog.</span>8</span>, cf. Theo <span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐκθετικὸς τρόπος</b>, = [[ἔκθεσις]] II.b, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in APr.</span>34.7</span>. Adv. [[ἐκθετικῶς]] <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>948.25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[enunciatory]], Stoic.2.62.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[expository]], [[λόγος]] ἐκθετικός τινος <span class="bibl">Aphth.<span class="title">Prog.</span>8</span>, cf. Theo <span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐκθετικὸς τρόπος</b>, = [[ἔκθεσις]] II.b, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in APr.</span>34.7</span>. Adv. [[ἐκθετικῶς]] <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>948.25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[enunciatory]], Stoic.2.62.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> fil.<br /><b class="num">1</b> [[enunciativo]] ἐ. οἷον «ἔστω εὐθεῖα γραμμὴ ἥδε» Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.62.<br /><b class="num">2</b> [[de la «éctesis» o «exposición»]] τῆς τοιαύτης δείξεως ὁ ἐ. τρόπος Alex.Aphr.<i>in APr</i>.34.7, cf. [[ἔκθεσις]] A II 1.<br /><b class="num">II</b> ret. [[expositivo]] λόγος ἐ. discurso expositivo</i> del encomio, Aphth.<i>Prog</i>.8, del relato, Theo <i>Prog</i>.78.16.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[mediante]] la «[[éctesis]]» o «[[exposición]]» fil. ποιεῖται τὴν δεῖξιν διὰ ἀδυνάτου ἐ. Simp.<i>in Ph</i>.948.25<br /><b class="num">•</b>[[mediante exposición detallada]], [[por medio de explicación]] ἐ. ταύτην (ἔννοιαν) δηλῶσαι Iust.Phil.<i>Qu.et Resp</i>.M.6.1276A. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκθετικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, [[διηγηματικός]], [[ἐξηγητικός]], Εὐστ. Πονημ. 30. 1. | |lstext='''ἐκθετικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, [[διηγηματικός]], [[ἐξηγητικός]], Εὐστ. Πονημ. 30. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκθετικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έκθεση]], [[περιγραφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκφραστικός]], [[περιγραφικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκθετικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έκθεση]], [[περιγραφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκφραστικός]], [[περιγραφικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:29, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A expository, λόγος ἐκθετικός τινος Aphth.Prog.8, cf. Theo Prog.4. II ἐκθετικὸς τρόπος, = ἔκθεσις II.b, Alex.Aphr.in APr.34.7. Adv. ἐκθετικῶς Simp. in Ph.948.25. III enunciatory, Stoic.2.62.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I fil.
1 enunciativo ἐ. οἷον «ἔστω εὐθεῖα γραμμὴ ἥδε» Chrysipp.Stoic.2.62.
2 de la «éctesis» o «exposición» τῆς τοιαύτης δείξεως ὁ ἐ. τρόπος Alex.Aphr.in APr.34.7, cf. ἔκθεσις A II 1.
II ret. expositivo λόγος ἐ. discurso expositivo del encomio, Aphth.Prog.8, del relato, Theo Prog.78.16.
III adv. -ῶς mediante la «éctesis» o «exposición» fil. ποιεῖται τὴν δεῖξιν διὰ ἀδυνάτου ἐ. Simp.in Ph.948.25
•mediante exposición detallada, por medio de explicación ἐ. ταύτην (ἔννοιαν) δηλῶσαι Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1276A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθετικός: -ή, -όν, ὁ ἐκτιθείς τι, διηγηματικός, ἐξηγητικός, Εὐστ. Πονημ. 30. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκθετικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση, περιγραφικός
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτη
αρχ.
εκφραστικός, περιγραφικός.