morada: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[τὸ ἔνδιον]], [[ἐνιαυθμός]], [[ἕδρα]], [[ἕδρανον]], [[ἕδος]], [[ἐδέθλιον]], [[ἐναύλισμα]], [[δῶμα]], [[αὔλιον]], [[ἐνοίκιον]], [[διαιτητήριον]], [[ἐμβιωτήριον]], [[ἐνδιαιτητήριον]], [[ἑδώλιον]], [[εἰσοίκησις]], [[ἐνδιαίτημα]], [[δόμος]], [[ἐναυλισμός]], [[ἕδρασμα]], [[ἔδεθλον]], [[αὐλή]], [[ἐναύλιος]], [[ἔναυλος]], [[διατριβή]], [[διαίτημα]], [[ἑδραῖος]], [[δίαιτα]], [[τὸ ἑδραῖον]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:47, 9 February 2024
Spanish > Greek
τὸ ἔνδιον, ἐνιαυθμός, ἕδρα, ἕδρανον, ἕδος, ἐδέθλιον, ἐναύλισμα, δῶμα, αὔλιον, ἐνοίκιον, διαιτητήριον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἑδώλιον, εἰσοίκησις, ἐνδιαίτημα, δόμος, ἐναυλισμός, ἕδρασμα, ἔδεθλον, αὐλή, ἐναύλιος, ἔναυλος, διατριβή, διαίτημα, ἑδραῖος, δίαιτα, τὸ ἑδραῖον