Στύμφαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Στύμφᾱλος, ιονιξ -ηλος, ἡ,<br />a [[city]] and [[mountain]] of [[Arcadia]], Il.:—adj. [[Στυμφάλιος]], η, ον, ionic -ήλιος, η, ον, Hdt., etc.; fem. Στυμφᾱλίς, ίδος, Strab.
|mdlsjtxt=Στύμφᾱλος, ''Ionic'' -ηλος, ἡ,<br />a [[city]] and [[mountain]] of [[Arcadia]], Il.:—adj. [[Στυμφάλιος]], η, ον, ionic -ήλιος, η, ον, Hdt., etc.; fem. Στυμφᾱλίς, ίδος, Strab.
}}
}}

Revision as of 13:33, 21 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Στύμφᾱλος Medium diacritics: Στύμφαλος Low diacritics: Στύμφαλος Capitals: ΣΤΥΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: Stýmphalos Transliteration B: Stymphalos Transliteration C: Stymfalos Beta Code: *stu/mfalos

English (LSJ)

Ion. Στύμφηλος, ἡ, Paus.8.22.2 (also ὁ, Plb.4.68.6, Str.8.8.4):—Stymphalus, a city and mountain of Arcadia, Il.2.608, IG5(2).357.74 (Stymphalus, iii B.C.), etc.:—Adj. Στυμφάλιος [ᾱ], α, ον, ib.94, Pi.O.6.99, etc.; fem. Στυμφᾱλίς, ίδος, A.R.2.1053, Str.8.6.8, 8.8.4; Ion. Στυμφ-ηλίς Hdt.6.76.

Greek (Liddell-Scott)

Στύμφᾱλος: Ἰων. -ηλος, ἡ, (καὶ ὁ, Πολύβ., Στράβ.), πόλις καὶ ὄρος Ἀρκαδίας, Ἰλ. Β. 608, κτλ.· - ἐπίθετ. Στυμφάλιος, α, ον, Ἰων. -ήλιος, α, ον, Ἡρόδ. 6. 76, Πίνδ., κτλ.· θηλυκ. Στυμφαλίς, ίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054, Στράβ. 371, 389, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Stymphale, ville d'Arcadie.
Étymologie:.

Greek Monotonic

Στύμφᾱλος: Ιων. -ηλος, , πόλη και βουνό της Αρκαδίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ., Στυμφάλιος, , -ον, Ιων. -ήλιος, , -ον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· θηλ. Στυμφᾱλίς, -ίδος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

Στύμφᾱλος: ион. Στύμφηλος ἡ Стимфал (город и область в сев.-вост. Аркадии) Hom., Polyb.

Middle Liddell

Στύμφᾱλος, Ionic -ηλος, ἡ,
a city and mountain of Arcadia, Il.:—adj. Στυμφάλιος, η, ον, ionic -ήλιος, η, ον, Hdt., etc.; fem. Στυμφᾱλίς, ίδος, Strab.