παλιμπροδότης: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] ὁ, der Verräther, der beide Parteien wechselsweise verräth; Din. bei Poll. 6, 164; D. Sic. 15, 91 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] ὁ, der Verräther, der beide Parteien wechselsweise verräth; Din. bei Poll. 6, 164; D. Sic. 15, 91 u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλιμπροδότης:''' ου ὁ предатель, ведущий двойную игру, двурушник Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλιμπροδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που προδίδει [[εναλλάξ]] και τα δύο μέρη, [[διπλός]] [[προδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[προδότης]].
|mltxt=[[παλιμπροδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που προδίδει [[εναλλάξ]] και τα δύο μέρη, [[διπλός]] [[προδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[προδότης]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλιμπροδότης:''' ου ὁ предатель, ведущий двойную игру, двурушник Diod.
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπροδότης Medium diacritics: παλιμπροδότης Low diacritics: παλιμπροδότης Capitals: ΠΑΛΙΜΠΡΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: palimprodótēs Transliteration B: palimprodotēs Transliteration C: palimprodotis Beta Code: palimprodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, traitor to both sides, Din.Fr.89.26, D.S.15.91, App.BC5.96.

German (Pape)

[Seite 449] ὁ, der Verräther, der beide Parteien wechselsweise verräth; Din. bei Poll. 6, 164; D. Sic. 15, 91 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμπροδότης: ου ὁ предатель, ведущий двойную игру, двурушник Diod.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπροδότης: -ου, ὁ, διπλοῦς προδότης, προδότης ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, Δείναρχος, παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 164, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Διόδ. 15. 91· ― πᾰλιμπροδοσία, ἡ, διπλῆ προδοσία, Πολύβ. 5. 96, 4, Διον. Ἁλ. 8. 32, Διόδ. 15. 91, κτλ.

Greek Monolingual

παλιμπροδότης, ὁ (Α)
αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης.