πεντεβάλανος: Difference between revisions
From LSJ
Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πέντε]] βαλάνους, δηλ. [[πέντε]] καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν [[μέσα]] από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην [[παραστάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[βάλανος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πέντε]] βαλάνους, δηλ. [[πέντε]] καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν [[μέσα]] από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην [[παραστάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[βάλανος]] ([[πρβλ]]. [[μονοβάλανος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 8 May 2023
English (LSJ)
[βᾰ], ον, with five wards, κλειδίον IG22.1533.27 (iv B.C.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πέντε βαλάνους, δηλ. πέντε καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν μέσα από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην παραστάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + βάλανος (πρβλ. μονοβάλανος)].