περίκομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, [[παντού]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) καλυμμένος από [[παντού]] με φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>κομος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, [[παντού]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) καλυμμένος από [[παντού]] με φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. [[καλλίκομος]]].
}}
}}

Revision as of 11:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκομος Medium diacritics: περίκομος Low diacritics: περίκομος Capitals: ΠΕΡΙΚΟΜΟΣ
Transliteration A: períkomos Transliteration B: perikomos Transliteration C: perikomos Beta Code: peri/komos

English (LSJ)

ον, covered all over with leaves, Thphr.HP3.8.4,al.

German (Pape)

[Seite 580] rings herum behaart, belaubt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

περίκομος: -ον, κατακεκαλυμμένος πανταχόθεν διὰ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, παντού
2. (για φυτά) καλυμμένος από παντού με φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλίκομος].