περικατάληψις: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikatalipsis | |Transliteration C=perikatalipsis | ||
|Beta Code=perikata/lhyis | |Beta Code=perikata/lhyis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[overtaking]], ὑπ' ἀλλήλων | |Definition=-εως, ἡ, [[overtaking]], ὑπ' ἀλλήλων [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.10.3; cf. [[περικατάλαμψις]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, overtaking, ὑπ' ἀλλήλων Thphr. HP 7.10.3; cf. περικατάλαμψις.
German (Pape)
[Seite 579] ἡ, das Ergreifen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
περικατάληψις: ἡ, τὸ περικαταλαμβάνειν, καταφθάνειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 3.
Greek Monolingual
-ήψεως, και δωρ. τ. περικατάλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α περικαταλαμβάνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαταλαμβάνω.