Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυστελέχης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έλεχες, και [[πολυστέλεχος]], -ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει [[πολλά]] στελέχη, πού αποτελείται από [[πολλά]] στελέχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στελέχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέλεχος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>στελέχης</i>. Ο τ. [[πολυστέλεχος]] έχει σχηματιστεί, κατ' [[εξαίρεση]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ος</i>].
|mltxt=-έλεχες, και [[πολυστέλεχος]], -ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει [[πολλά]] στελέχη, πού αποτελείται από [[πολλά]] στελέχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στελέχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέλεχος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>στελέχης</i>. Ο τ. [[πολυστέλεχος]] έχει σχηματιστεί, κατ' [[εξαίρεση]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ος</i>].
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[πολυστέλεχος]], zweifelhaft.
}}
}}

Revision as of 17:09, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστελέχης Medium diacritics: πολυστελέχης Low diacritics: πολυστελέχης Capitals: ΠΟΛΥΣΤΕΛΕΧΗΣ
Transliteration A: polysteléchēs Transliteration B: polystelechēs Transliteration C: polystelechis Beta Code: polustele/xhs

English (LSJ)

ες, with many stems, Thphr.HP1.3.1.

Greek Monolingual

-έλεχες, και πολυστέλεχος, -ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πολλά στελέχη, πού αποτελείται από πολλά στελέχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στελέχης (< στέλεχος), πρβλ. μονο-στελέχης. Ο τ. πολυστέλεχος έχει σχηματιστεί, κατ' εξαίρεση, κατά τα επίθ. σε -ος].

German (Pape)

ες, = πολυστέλεχος, zweifelhaft.