πρόσυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] προσκολλημένος στην ύλη, που [[είναι]] συνενωμένος με την ύλη<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υλικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσύλως</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>υλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i>), | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] προσκολλημένος στην ύλη, που [[είναι]] συνενωμένος με την ύλη<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υλικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσύλως</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>υλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i>), [[πρβλ]]. [[ένυλος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, (ὕλη) conjoined, connected with matter, Procl. in Cra. p.71 P., Dam.Pr.265, Eustr.in EN284.14.
German (Pape)
[Seite 784] zur Materie gehörig, ihr anhangend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσῡλος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὕλην, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -λως, Διον. Ἀρ.· -προσυλώδης, ες, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη
2. (κατ' επέκτ.) υλικός.
επίρρ...
προσύλως Α
κατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -υλος (< ὕλη), πρβλ. ένυλος].