πτερυγοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pterygotomos | |Transliteration C=pterygotomos | ||
|Beta Code=pterugoto/mos | |Beta Code=pterugoto/mos | ||
|Definition=ὁ, [[instrument for this purpose]], ibid., | |Definition=ὁ, [[instrument for this purpose]], ibid., Paul.Aeg.6.18 (also [[πτερυγοτόμον]], τό, ''Hermes'' 38.283). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, instrument for this purpose, ibid., Paul.Aeg.6.18 (also πτερυγοτόμον, τό, Hermes 38.283).
German (Pape)
[Seite 809] bei Paul. Aeg. ein Instrument, die πτερύγια im Augenwinkel aufzuschneiden.
Greek (Liddell-Scott)
πτερῠγοτόμος: ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἀποτομὴν πτερυγίου (ΙΙ. 7), Παῦλ. Αἰγ. 6. 18· - πτερυγοτομία, ἡ, ἡ τοιαύτη ἐγχείρησις, Ἰατρικ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
Greek Monolingual
ὁ, Α χειρουργικό εργαλείο για την αποκοπή πτερυγίων τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμοτόμος.