πῆρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ους και αιολ. τ. πᾱρος, -εος, τὸ, Α<br />[[απώλεια]] δύναμης, [[εξάντληση]], [[εξασθένηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πηρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πηρός]]) και έχει πιθ. σχηματιστεί [[κατά]] τους σιγματικούς τ. σε -<i>πηρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πηρός]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ους και αιολ. τ. πᾱρος, -εος, τὸ, Α<br />[[απώλεια]] δύναμης, [[εξάντληση]], [[εξασθένηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πηρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πηρός]]) και έχει πιθ. σχηματιστεί [[κατά]] τους σιγματικούς τ. σε -<i>πηρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πηρός]] (<b>πρβλ.</b> [[απηρής]], [[παναπηρής]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:29, 8 May 2023
English (LSJ)
Aeol. πᾶρος, εος, τό, loss of strength, dotage, Alc.98.
Greek (Liddell-Scott)
πῆρος: Δωρ. πᾶρος, εος, τό, ἀπώλεια δυνάμεως, ἀμβλύτης, Ἀλκαῖ. 95.
Greek Monolingual
-ους και αιολ. τ. πᾱρος, -εος, τὸ, Α
απώλεια δύναμης, εξάντληση, εξασθένηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. πηρῶ (< πηρός) και έχει πιθ. σχηματιστεί κατά τους σιγματικούς τ. σε -πηρής < πηρός (πρβλ. απηρής, παναπηρής)].