σκιωτός: Difference between revisions

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει σκιές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκιωτὴ [[ζώνη]]» — [[ζώνη]] που έχει γραμμές με χρώματα παραπλήσια, τα οποία μεταπίπτουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>αυλακ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει σκιές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκιωτὴ [[ζώνη]]» — [[ζώνη]] που έχει γραμμές με χρώματα παραπλήσια, τα οποία μεταπίπτουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[αυλακωτός]])].
}}
}}

Revision as of 15:09, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐωτός Medium diacritics: σκιωτός Low diacritics: σκιωτός Capitals: ΣΚΙΩΤΟΣ
Transliteration A: skiōtós Transliteration B: skiōtos Transliteration C: skiotos Beta Code: skiwto/s

English (LSJ)

ή, όν, striped, cf. σκιά; σ. ζώνη Peripl.M.Rubr.24, cf. POxy.921.15 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 900] beschattet, schattirt, ζῶναι, Arr. Peripl. erythr.

Greek (Liddell-Scott)

σκιωτός: -ή, -όν, (σκιόω) ἔχων σκιάν, σκ. ζώνη, ἔχουσα γραμμὰς μὲ χρώματα κατὰ μικρὸν προσεγγίζοντα ἀλλήλοις καὶ μεταπίπτοντα εἰς ἄλληλα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που σχηματίζει σκιές
2. φρ. «σκιωτὴ ζώνη» — ζώνη που έχει γραμμές με χρώματα παραπλήσια, τα οποία μεταπίπτουν το ένα προς το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αυλακωτός)].