σκωληκοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] Würmer fressend, Arist. H. A. 8, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] Würmer fressend, Arist. H. A. 8, 3.
}}
{{elru
|elrutext='''σκωληκοφάγος:''' (ᾰ) питающийся червями ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[σκωληκοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σκουληκοφάγος]], -ο, Ν<br />αυτός που τρέφεται με σκώληκες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σκωληκοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώληξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
|mltxt=-ο / [[σκωληκοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σκουληκοφάγος]], -ο, Ν<br />αυτός που τρέφεται με σκώληκες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σκωληκοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώληξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκωληκοφάγος:''' (ᾰ) питающийся червями ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωληκοφάγος Medium diacritics: σκωληκοφάγος Low diacritics: σκωληκοφάγος Capitals: ΣΚΩΛΗΚΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: skōlēkophágos Transliteration B: skōlēkophagos Transliteration C: skolikofagos Beta Code: skwlhkofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, eating worms or grubs, ib.592b16.

German (Pape)

[Seite 909] Würmer fressend, Arist. H. A. 8, 3.

Russian (Dvoretsky)

σκωληκοφάγος: (ᾰ) питающийся червями (ὄρνις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκοφάγος: ον [ᾰ], ὁ τρώγων σκώληκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4.

Greek Monolingual

-ο / σκωληκοφάγος, -ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, -ο, Ν
αυτός που τρέφεται με σκώληκες
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγος
ζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -φάγος].