σπάλαθρον: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σπάλαθρον''': (Poll.),<br />{spálathron}<br />'''Forms''': [[σπάλαυθρον]] (Phot., auch H. [cod. [[σπαύλαθρον]] alphab. unrichtig])<br />'''Meaning''': = [[σκάλευθρον]];<br />'''Derivative''': Daneben [[σπαλύσσεται]]· σπαράσσεται, τινάσσεται H.<br />'''Etymology''': Viell. zu [[σπάλαξ]], s. [[σκάλλω]].<br />'''Page''' 2,756
|ftr='''σπάλαθρον''': (Poll.),<br />{spálathron}<br />'''Forms''': [[σπάλαυθρον]] (Phot., auch H. [cod. [[σπαύλαθρον]] alphab. unrichtig])<br />'''Meaning''': = [[σκάλευθρον]];<br />'''Derivative''': Daneben [[σπαλύσσεται]]· σπαράσσεται, τινάσσεται H.<br />'''Etymology''': Viell. zu [[σπάλαξ]], s. [[σκάλλω]].<br />'''Page''' 2,756
}}
}}

Latest revision as of 09:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάλαθρον Medium diacritics: σπάλαθρον Low diacritics: σπάλαθρον Capitals: ΣΠΑΛΑΘΡΟΝ
Transliteration A: spálathron Transliteration B: spalathron Transliteration C: spalathron Beta Code: spa/laqron

English (LSJ)

τό, v. σκάλευθρον.

German (Pape)

[Seite 916] τό, = σκάλευθρον, Poll. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

σπάλαθρον: τό, ἴδε σκάλευθρον.

Greek Monolingual

και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α
εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό -q- του qaratoro και το χειλικό -π- του τ. σπάλαθρον αποκλείουν τη σύνδεση της λ. με το ρ. σκαλεύω «ανακινώ, ανασκαλεύω», η οποία σημασιολογικά θα φαινόταν πολύ πιθανή. Σύμφωνα με μια άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: (Poll.) = σκάλευθρονoven-rake (Poll.);
Other forms: σπάλαυθρον (Phot., also H. [cod. σπαύλαθρον alphab. wrong])
Dialectal forms: Myc. qaratoro /skʷalathron/
Derivatives: Beside it σπα-λύσσεται σπαράσσεται, τινάσσεται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Perh. to σπάλαξ, s. σκάλλω.

Frisk Etymology German

σπάλαθρον: (Poll.),
{spálathron}
Forms: σπάλαυθρον (Phot., auch H. [cod. σπαύλαθρον alphab. unrichtig])
Meaning: = σκάλευθρον;
Derivative: Daneben σπαλύσσεται· σπαράσσεται, τινάσσεται H.
Etymology: Viell. zu σπάλαξ, s. σκάλλω.
Page 2,756