στερροσώματος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει στερεό, ισχυρό [[σώμα]] ή [[στερεά]] [[κατασκευή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>σώματος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει στερεό, ισχυρό [[σώμα]] ή [[στερεά]] [[κατασκευή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>σώματος</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>von hartem, [[festem]] [[Leibe]]</i>, Conj. für [[στερνοσώματος]].
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερροσώμᾰτος Medium diacritics: στερροσώματος Low diacritics: στερροσώματος Capitals: ΣΤΕΡΡΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: sterrosṓmatos Transliteration B: sterrosōmatos Transliteration C: sterrosomatos Beta Code: sterrosw/matos

English (LSJ)

ον, with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).

Greek (Liddell-Scott)

στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στερεό, ισχυρό σώμα ή στερεά κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλο-σώματος].

German (Pape)

von hartem, festem Leibe, Conj. für στερνοσώματος.