συνομήθης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 10: Line 10:
|Definition=ες, = [[συνήθης]], <span class="title">AP</span>6.206 (Antip. Sid.).
|Definition=ες, = [[συνήθης]], <span class="title">AP</span>6.206 (Antip. Sid.).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνομήθης''': -ες, = [[συνήθης]], συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
|elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.
}}
{{elru
|elrutext='''συνομήθης:''' [[сжившийся]], [[свыкшийся]] (ἅλικες Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 19: Line 22:
|lsmtext='''συνομήθης:''' -ες, = [[συνήθης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''συνομήθης:''' -ες, = [[συνήθης]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνομήθης:''' [[сжившийся]], [[свыкшийся]] (ἅλικες Anth.).
|lstext='''συνομήθης''': -ες, = [[συνήθης]], συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
}}
{{elnl
|elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ομήθης, ες = [[συνήθης]], Anth.]
|mdlsjtxt=συν-ομήθης, ες = [[συνήθης]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομήθης Medium diacritics: συνομήθης Low diacritics: συνομήθης Capitals: ΣΥΝΟΜΗΘΗΣ
Transliteration A: synomḗthēs Transliteration B: synomēthēs Transliteration C: synomithis Beta Code: sunomh/qhs

English (LSJ)

ες, = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.

Russian (Dvoretsky)

συνομήθης: сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.).

Greek Monolingual

-όμηθες, Α
(ποιητ. τ.) συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].

Greek Monotonic

συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.

Middle Liddell

συν-ομήθης, ες = συνήθης, Anth.]