σφαιριστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sfairisth/s
|Beta Code=sfairisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[ball-player]], Antig.Car. ap. <span class="bibl">Ath.12.548b</span>, <span class="title">AP</span>5.213 (Mel.).
|Definition=οῦ, ὁ, [[ball-player]], Antig.Car. ap. <span class="bibl">Ath.12.548b</span>, <span class="title">AP</span>5.213 (Mel.).
}}
{{elnl
|elnltext=σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.
}}
{{elru
|elrutext='''σφαιριστής:''' οῦ ὁ [[играющий в мяч]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν [[σφαφίζω]]<br />αυτός που συμμετέχει σε [[παιχνίδι]] που παίζεται με σφαίρες<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[παίκτης]] μπιλιάρδου.
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν [[σφαφίζω]]<br />αυτός που συμμετέχει σε [[παιχνίδι]] που παίζεται με σφαίρες<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[παίκτης]] μπιλιάρδου.
}}
{{elru
|elrutext='''σφαιριστής:''' οῦ ὁ [[играющий в мяч]] Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.
}}
}}

Revision as of 11:08, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιριστής Medium diacritics: σφαιριστής Low diacritics: σφαιριστής Capitals: ΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphairistḗs Transliteration B: sphairistēs Transliteration C: sfairistis Beta Code: sfairisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, ball-player, Antig.Car. ap. Ath.12.548b, AP5.213 (Mel.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.

Russian (Dvoretsky)

σφαιριστής: οῦ ὁ играющий в мяч Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιριστής: -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα τρέφω Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν σφαφίζω
αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρες
νεοελλ.
ο παίκτης μπιλιάρδου.