σύναινος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναινος''': -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, [[ὁμόδοξος]], [[σύμφωνος]], οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «[[σύναινος]]· [[ὁμόδοξος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''σύναινος''': -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, [[ὁμόδοξος]], [[σύμφωνος]], οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «[[σύναινος]]· [[ὁμόδοξος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που συναινεί, [[σύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἶνος]] «[[μύθος]], [[έπαινος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>έπ</i>-<i>αινος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που συναινεί, [[σύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἶνος]] «[[μύθος]], [[έπαινος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>έπ</i>-<i>αινος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που συναινεί, [[σύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἶνος]] «[[μύθος]], [[έπαινος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>έπ</i>-<i>αινος</i>].
}}
}}

Revision as of 20:15, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναινος Medium diacritics: σύναινος Low diacritics: σύναινος Capitals: ΣΥΝΑΙΝΟΣ
Transliteration A: sýnainos Transliteration B: synainos Transliteration C: synainos Beta Code: su/nainos

English (LSJ)

ον, agreeing with, τινι Hsch.

German (Pape)

[Seite 997] gleicher Meinung, beistimmend, genehmigend; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σύναινος: -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, ὁμόδοξος, σύμφωνος, οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «σύναινος· ὁμόδοξος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].