χήνημα: Difference between revisions

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chinima
|Transliteration C=chinima
|Beta Code=xh/nhma
|Beta Code=xh/nhma
|Definition=ατος, τό, [[wide gape]], [[mocking laugh]], Hsch.; also aor. χηνῆσαι· [[καταμωκήσασθαι]], from [[χηνάω]] or <b class="b3">-έω</b>.
|Definition=-ατος, τό, [[wide gape]], [[mocking laugh]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also aor. χηνῆσαι· [[καταμωκήσασθαι]], from [[χηνάω]] or -έω.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χήνημα Medium diacritics: χήνημα Low diacritics: χήνημα Capitals: ΧΗΝΗΜΑ
Transliteration A: chḗnēma Transliteration B: chēnēma Transliteration C: chinima Beta Code: xh/nhma

English (LSJ)

-ατος, τό, wide gape, mocking laugh, Hsch.; also aor. χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι, from χηνάω or -έω.

German (Pape)

[Seite 1353] τό, das Maulaufsperren, bes. das Verlachen mit aufgesperrtem Munde, dah. Verachtung, Spott, Hesych. Vgl. χηνυστράω.

Greek (Liddell-Scott)

χήνημα: τό, περίπαιγμα μὲ χάσκον στόμα, «χήνημα· καταμώκημα» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ ἀόρ. «χηνῆσαι· καταμωκήσασθαι» ἐκ ῥήματος χηνάω ἢ -έω πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 260.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το να γελάει κανείς περιφρονητικά με ανοιχτό το στόμα εις βάρος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χην- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χαίνω + κατάλ. -ημα (βλ. και λ. χάσκω)].