χελλών: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. [[χειλών]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. [[χειλών]].
}}
{{elru
|elrutext='''χελλών:''' [[varia lectio|v.l.]] [[χελών]], ῶνος ὁ рыба губан (предполож. морской попугай - Scaro cretensis) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χελμών]] και [[χειλών]] και [[χελών]], -ώνος, ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού με μακρύ [[ρύγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[χελλών]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χελ</i>- του [[χεῖλος]], με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- και κατάλ. -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-<i>ών</i>). Ο τ. απαντά και με την γρφ. [[χελών]], [[αλλά]] προτιμότερη θεωρείται η γρφ. με -<i>λλ</i>-, η οποία ενισχύεται και από το ανθρωπωνύμιο Χέλλων].
|mltxt=και [[χελμών]] και [[χειλών]] και [[χελών]], -ώνος, ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού με μακρύ [[ρύγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[χελλών]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>χελ</i>- του [[χεῖλος]], με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- και κατάλ. -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-<i>ών</i>). Ο τ. απαντά και με την γρφ. [[χελών]], [[αλλά]] προτιμότερη θεωρείται η γρφ. με -<i>λλ</i>-, η οποία ενισχύεται και από το ανθρωπωνύμιο Χέλλων].
}}
{{elru
|elrutext='''χελλών:''' [[varia lectio|v.l.]] [[χελών]], ῶνος ὁ рыба губан (предполож. морской попугай - Scaro cretensis) Arst.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''χελλών''': (-λ-), -ῶνος<br />{khellṓn}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Art Meeräsche, [[Mugil chelo]] (Arist., Hikes. und Diph. ap. Ath., H.), auch als PN (Ephesos IV<sup>a</sup>; Bechtel Namenst. 48).<br />'''Derivative''': Dazu [[χελλαρίης]] = [[ὀνίσκος]] als Fischname (Dorio ap. Ath.), s. Strömberg 130 u. 134.<br />'''Etymology''': Ohne Etymologie; zur Sache Thompson Fishes [[sub verbo|s.v.]] Die semantisch naheliegende Anknüpfung an [[χεῖλος]] (Mastrelli Arch. glottol. it. 51, 135; vgl. die roman. Abkömmlinge von lat. ''labeō'') ist lautlich schwierig zu rechtfertigen.<br />'''Page''' 2,1085
|ftr='''χελλών''': (-λ-), -ῶνος<br />{khellṓn}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Art Meeräsche, [[Mugil chelo]] (Arist., Hikes. und Diph. ap. Ath., H.), auch als PN (Ephesos IV<sup>a</sup>; Bechtel Namenst. 48).<br />'''Derivative''': Dazu [[χελλαρίης]] = [[ὀνίσκος]] als Fischname (Dorio ap. Ath.), s. Strömberg 130 u. 134.<br />'''Etymology''': Ohne Etymologie; zur Sache Thompson Fishes [[sub verbo|s.v.]] Die semantisch naheliegende Anknüpfung an [[χεῖλος]] (Mastrelli Arch. glottol. it. 51, 135; vgl. die roman. Abkömmlinge von lat. ''labeō'') ist lautlich schwierig zu rechtfertigen.<br />'''Page''' 2,1085
}}
}}

Revision as of 17:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελλών Medium diacritics: χελλών Low diacritics: χελλών Capitals: ΧΕΛΛΩΝ
Transliteration A: chellṓn Transliteration B: chellōn Transliteration C: chellon Beta Code: xellw/n

English (LSJ)

or χελών, ῶνος, ὁ, a kind of mullet, Mugil chelo, Arist. HA543b15, 570b2, 591a23, Fr.318, Hices. ap. Ath.7.306e; χελλών (χελμών cod.)· ἰχθῦς ποιός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1348] ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. χειλών.

Russian (Dvoretsky)

χελλών: v.l. χελών, ῶνος ὁ рыба губан (предполож. морской попугай - Scaro cretensis) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χελλών: ἢ χελών, ῶνος, ὁ, εἶδος ἰχθύος μετὰ μακροῦ ῥύγχους ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Λατ. labeo, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3., 8. 2, 26, Ἀποσπ. 299, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε κἑξ.· παρὰ δὲ τῷ Ἡσυχ. τὸ χελμὼν φαίνεται ὅτι εἶναι ἡμαρτημένον ἀντὶ τοῦ χελλών. Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 67, 68, 87, 88.

Greek Monolingual

και χελμών και χειλών και χελών, -ώνος, ὁ, Α
είδος ψαριού με μακρύ ρύγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χελλών έχει σχηματιστεί από το θ. χελ- του χεῖλος, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- και κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. μυ-ών). Ο τ. απαντά και με την γρφ. χελών, αλλά προτιμότερη θεωρείται η γρφ. με -λλ-, η οποία ενισχύεται και από το ανθρωπωνύμιο Χέλλων].

Frisk Etymology German

χελλών: (-λ-), -ῶνος
{khellṓn}
Grammar: m.
Meaning: Art Meeräsche, Mugil chelo (Arist., Hikes. und Diph. ap. Ath., H.), auch als PN (Ephesos IVa; Bechtel Namenst. 48).
Derivative: Dazu χελλαρίης = ὀνίσκος als Fischname (Dorio ap. Ath.), s. Strömberg 130 u. 134.
Etymology: Ohne Etymologie; zur Sache Thompson Fishes s.v. Die semantisch naheliegende Anknüpfung an χεῖλος (Mastrelli Arch. glottol. it. 51, 135; vgl. die roman. Abkömmlinge von lat. labeō) ist lautlich schwierig zu rechtfertigen.
Page 2,1085