χερνιβεῖον: Difference between revisions
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[χέρνιψ]], -<i>ιβος</i>]<br />το [[χέρνιβον]] («τὸ | |mltxt=τὸ, Α [[χέρνιψ]], -<i>ιβος</i>]<br />το [[χέρνιβον]] («τὸ χερνιβεῖον πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες», Αντιφάν.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 24 August 2022
English (LSJ)
τό, vessel for water to wash the hands, basin, τὸ χ. πρῶτον, ἡ πομπὴ σαφής Antiph.66, cf. IG22.1400.41, al., Michel832.46 (pl., Samos, iv B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
χερνῐβεῖον: τό, λεκάνη πρὸς νίψιν τῶν χειρῶν, τὸ χ. πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες Ἀντιφάνης ἐν «Βουσίριδι» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 298 (ἔνθα ὁ Bentl. ἐπηνώρθωσεν αὐτὸ ἀντὶ χερνίβιον)· οὕτω καὶ ἀντὶ χερνιβίοις ἐν Ἀνδοκ. 33. 3 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χερνίβοις, καὶ ὁ Ἀθήν. 408C - ἡμαρτημένως μνημονεύων τὸν Λυσίαν - ἔχει χερνίβιοις). ΙΙ. χερνίβιον, ἀμίς, οὐροδοχεῖον(;), Ἱππ. 1230D.
Greek Monolingual
τὸ, Α χέρνιψ, -ιβος]
το χέρνιβον («τὸ χερνιβεῖον πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες», Αντιφάν.).