βαλσαμίνη: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />bot. [[manzanilla loca]], [[Anacyclus radiatus]] Loisel o bien [[antimaño]], [[flor de muerto]], [[Chrysanthemum coronarium L. | |dgtxt=-ης, ἡ<br />bot. [[manzanilla loca]], [[Anacyclus radiatus]] Loisel o bien [[antimaño]], [[flor de muerto]], [[Chrysanthemum coronarium]] L., Ps.Dsc.3.139, Plin.<i>HN</i> 23.92. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαλσαμίνη]], η (Α) [[βάλσαμον]]<br />το [[βούφθαλμον]], [[ονομασία]] για διάφορα είδη [[φυτών]] με κίτρινα [[άνθη]] της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων. | |mltxt=[[βαλσαμίνη]], η (Α) [[βάλσαμον]]<br />το [[βούφθαλμον]], [[ονομασία]] για διάφορα είδη [[φυτών]] με κίτρινα [[άνθη]] της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 10 September 2022
English (LSJ)
ἡ, = βούφθαλμον, Ps.-Dsc.3.139; balsaminum, = ὀποβάλσαμον, Plin.HN23.92.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, Balsamine, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βαλσαμίνη: ἡ, τὸ φυτὸν τοῦ βαλσάμου, βούφθαλμον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot. manzanilla loca, Anacyclus radiatus Loisel o bien antimaño, flor de muerto, Chrysanthemum coronarium L., Ps.Dsc.3.139, Plin.HN 23.92.
Greek Monolingual
βαλσαμίνη, η (Α) βάλσαμον
το βούφθαλμον, ονομασία για διάφορα είδη φυτών με κίτρινα άνθη της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων.