βυρσοδεψικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=bursodeyiko/s
|Beta Code=bursodeyiko/s
|Definition=ή, όν, of or for [[tanning]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.9.3</span>: hence [[βυρσοδεψική]], ἡ, [[art of tanning]], <span class="bibl">Socr.<span class="title">Ep.</span>14.2</span>.
|Definition=ή, όν, of or for [[tanning]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.9.3</span>: hence [[βυρσοδεψική]], ἡ, [[art of tanning]], <span class="bibl">Socr.<span class="title">Ep.</span>14.2</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[de curtir]], [[utilizado para curtir]] bot. ῥόος (ῥοῦς) ἡ, ὁ β. [[zumaque de curtir]] como denominación específica del arbusto dif. del fruto, Hp.<i>Mul</i>.1.78, 80, Gal.12.826, 14.360, 361, <i>Cyran</i>.1.1.27 (ap. crít.).<br /><b class="num">II</b> subst. ἡ β.<br /><b class="num">1</b> [[arte de curtir]] Socr.<i>Ep</i>.14.2.<br /><b class="num">2</b> bot. ἡ β. [[zumaque de curtir]], e.e. el arbusto, Thphr.<i>CP</i> 3.9.3 (cf. I).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''βυρσοδεψικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[χρήσιμος]] εἰς κατεργασίαν δερμάτων, Ἱππ. 628. 22, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 9, 3.
|lstext='''βυρσοδεψικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[χρήσιμος]] εἰς κατεργασίαν δερμάτων, Ἱππ. 628. 22, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 9, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[de curtir]], [[utilizado para curtir]] bot. ῥόος (ῥοῦς) ἡ, ὁ β. [[zumaque de curtir]] como denominación específica del arbusto dif. del fruto, Hp.<i>Mul</i>.1.78, 80, Gal.12.826, 14.360, 361, <i>Cyran</i>.1.1.27 (ap. crít.).<br /><b class="num">II</b> subst. ἡ β.<br /><b class="num">1</b> [[arte de curtir]] Socr.<i>Ep</i>.14.2.<br /><b class="num">2</b> bot. ἡ β. [[zumaque de curtir]], e.e. el arbusto, Thphr.<i>CP</i> 3.9.3 (cf. I).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βυρσοδεψικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[βυρσοδεψία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>βυρσοδεψική</i>, <i>η</i><br />η [[τέχνη]] του βυρσοδέψη<br />(αρχ. -μσν.) ο [[χρήσιμος]] ή ο [[κατάλληλος]] για τη [[βυρσοδεψία]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βυρσοδεψικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[βυρσοδεψία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>βυρσοδεψική</i>, <i>η</i><br />η [[τέχνη]] του βυρσοδέψη<br />(αρχ. -μσν.) ο [[χρήσιμος]] ή ο [[κατάλληλος]] για τη [[βυρσοδεψία]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυρσοδεψικός Medium diacritics: βυρσοδεψικός Low diacritics: βυρσοδεψικός Capitals: ΒΥΡΣΟΔΕΨΙΚΟΣ
Transliteration A: byrsodepsikós Transliteration B: byrsodepsikos Transliteration C: vyrsodepsikos Beta Code: bursodeyiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for tanning, Hp.Mul.1.78, Thphr.CP3.9.3: hence βυρσοδεψική, ἡ, art of tanning, Socr.Ep.14.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I de curtir, utilizado para curtir bot. ῥόος (ῥοῦς) ἡ, ὁ β. zumaque de curtir como denominación específica del arbusto dif. del fruto, Hp.Mul.1.78, 80, Gal.12.826, 14.360, 361, Cyran.1.1.27 (ap. crít.).
II subst. ἡ β.
1 arte de curtir Socr.Ep.14.2.
2 bot. ἡ β. zumaque de curtir, e.e. el arbusto, Thphr.CP 3.9.3 (cf. I).

German (Pape)

[Seite 468] zum Gerben gehörig, davon herrührend, Hippocr.; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοδεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ χρήσιμος εἰς κατεργασίαν δερμάτων, Ἱππ. 628. 22, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 9, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βυρσοδεψικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βυρσοδεψία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βυρσοδεψική, η
η τέχνη του βυρσοδέψη
(αρχ. -μσν.) ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για τη βυρσοδεψία.