γιγγραντός: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=giggranto/s | |Beta Code=giggranto/s | ||
|Definition=ή, όν, [[composed for the]] <b class="b3">γίγγρας, μέλη γ</b>.. of 'scrannel pipes', <span class="bibl">Ath.4.175b</span>. | |Definition=ή, όν, [[composed for the]] <b class="b3">γίγγρας, μέλη γ</b>.. of 'scrannel pipes', <span class="bibl">Ath.4.175b</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />mús. [[propio de flauta fenicia]] μέλη γιγγραντὰ καὶ κακὸν μέγα de canciones de Eurípides, Axionic.3.3, cf. [[γίγγρας]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γιγγραντός''': -ή, -όν, συντεθειμένος διὰ τὸν γίγγραν, ὡς καλοῦνται τὰ [[μέλη]] τοῦ Ἀξιονίκου παρ᾿ Ἀθην. 175Β. | |lstext='''γιγγραντός''': -ή, -όν, συντεθειμένος διὰ τὸν γίγγραν, ὡς καλοῦνται τὰ [[μέλη]] τοῦ Ἀξιονίκου παρ᾿ Ἀθην. 175Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γιγγραντός]], -ή, -όν (Α) [[γίγγρος]]<br />(για μουσικές μελωδίες) αυτός που έχει συντεθεί για να εκτελεσθεί με γίγγρα. | |mltxt=[[γιγγραντός]], -ή, -όν (Α) [[γίγγρος]]<br />(για μουσικές μελωδίες) αυτός που έχει συντεθεί για να εκτελεσθεί με γίγγρα. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, composed for the γίγγρας, μέλη γ.. of 'scrannel pipes', Ath.4.175b.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
mús. propio de flauta fenicia μέλη γιγγραντὰ καὶ κακὸν μέγα de canciones de Eurípides, Axionic.3.3, cf. γίγγρας.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγραντός: -ή, -όν, συντεθειμένος διὰ τὸν γίγγραν, ὡς καλοῦνται τὰ μέλη τοῦ Ἀξιονίκου παρ᾿ Ἀθην. 175Β.
Greek Monolingual
γιγγραντός, -ή, -όν (Α) γίγγρος
(για μουσικές μελωδίες) αυτός που έχει συντεθεί για να εκτελεσθεί με γίγγρα.