δασύπρωκτος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dasu/prwktos
|Beta Code=dasu/prwktos
|Definition=ον, [[rough-bottomed]], <span class="bibl">Pl.Com.3</span>.
|Definition=ον, [[rough-bottomed]], <span class="bibl">Pl.Com.3</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δᾰσύπρωκτος) -ον<br />[[de culo velludo]] ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτων Pl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, <i>Gloss</i>.2.266.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰσύπρωκτος''': -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1.
|lstext='''δᾰσύπρωκτος''': -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δᾰσύπρωκτος) -ον<br />[[de culo velludo]] ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτων Pl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, <i>Gloss</i>.2.266.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δασύπρωκτος]], -ον)<br />όποιος έχει τριχωτό πρωκτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων Εντόμων).
|mltxt=-η, -ο (Α [[δασύπρωκτος]], -ον)<br />όποιος έχει τριχωτό πρωκτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων Εντόμων).
}}
}}

Revision as of 10:39, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠπρωκτος Medium diacritics: δασύπρωκτος Low diacritics: δασύπρωκτος Capitals: ΔΑΣΥΠΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: dasýprōktos Transliteration B: dasyprōktos Transliteration C: dasyproktos Beta Code: dasu/prwktos

English (LSJ)

ον, rough-bottomed, Pl.Com.3.

Spanish (DGE)

(δᾰσύπρωκτος) -ον
de culo velludo ὦ Κινύρα, βασιλεῦ Κυπρίων, ἀνδρῶν δασυπρώκτων Pl.Com.3, Hsch.s.u. σακκινόσυκοι, Sud.s.u. Μελαμπύγου, Gloss.2.266.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauchem Hintern, Plat. com. bei Ath. X, 456 a.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύπρωκτος: -ον, ὁ δασὺν ἔχων πρωκτόν, Πλάτ. Κωμ. Ἀδων. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δασύπρωκτος, -ον)
όποιος έχει τριχωτό πρωκτό
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μικρό τρωκτικό Θηλαστικό της Αμερικής
2. το ουδ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων Εντόμων).